-
1 объём
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) όγκος μέγεθος, έκταση• διάσταση•товиры большого -а εμπορεύματα μεγάλου όγκου (ογκώδη)•
объём воды ο όγκος νερού•
объём работ όγκος εργασιών•
зниний η έκταση των γνώσεων•
объём шара οι διαστάσεις της σφαίρας•
по -у κατά τον όγκο ή κατά το μέγεθος.
-
2 объёмный
επ.1. του όγκου•-ое измерение η ογκομέτρηση.
|| ογκομετρικός•объёмный анализ ογκομετρική ανάλυση•
-ое кино στερεοσκοπική κινηματογραφία.
2. βλ. объмистый. -
3 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
4 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
5 газгольдер
το αεριοφυλάκιο, το αεριό-μετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газгольдер
-
6 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
7 усадка
(уменьшение в объёме, размере при смачивании, сушке, охлаждении и т.п.) η συστολήτο μάζεμα (κατά την ξήρανση, ψύξη κ.λπ.)- амортизационной стойки ав. η συμπίεση του στηρίγματος απορρόφησης κραδασμώνогневая (глиняных изделий) - του πυρός/της φωτιάς (στα είδη κεραμοποιίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усадка
-
8 дозатор
тех. о μετρητής, το δοσίμετροвесовой - η ζυγογέφυρα, ο γεφυρωτός ζυγόςобъёмный - το μετρικό δοχείο, ο μετρητής όγκουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дозатор
-
9 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
10 драхма
фарм.1. (единица веса, равная 3,883 г) η δραχμή (μονάδα βάρους που ισούται με 3,88 γραμμάρια) 2. (единица объёма, равная 3,696 мл) η δραχμή (μονάδα όγκου που ισούται με 3,696 ml).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > драхма
-
11 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
12 интеграл
мат. το ολοκλήρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интеграл
-
13 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
14 расширение
1. мат. η επέκταση 2. физ. η διαστολή, η εκτόνωση (του όγκου) 3. мед. η διαστολήη διάταση4. (увеличение) η διεύρυνση, η διαπλάτυνση, το φάρδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширение
-
15 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.